σιλανοδιανόλη

σιλανοδιανόλη
η, Ν
συν. στον πληθ. οι σιλανοδιόλες
συνοπτική ονομασία τών παραγώγων τών σιλανίων, με γενικό τύπο R2Si(OH)2, όπου R είναι οργανική ρίζα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”